20110425

Διαπλέοντας τον Αργοσαρωνικό με το κανό του...

Διαπλέοντας τον Αργοσαρωνικό με το κανό του θα επιχειρήσει ο πρωθυπουργός τις επόμενες μέρες να βρει «τι φταίει» και η περίφημη ανασύνταξη δυνάμεων ή επανεκκίνη­ση της κυβέρνησης όχι μόνο δεν αποδίδει, αλλά καταρρέει σε κάθε προσπάθεια.
Οι προσδοκίες που είχαν προκληθεί για μια νέα κυβερνητική σελίδα την περασμένη Παρα­σκευή, γκρεμίστηκαν βίαια. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο πρωθυπουργός αναλώθηκε σε μια ακα­τάσχετη φλυαρία για κυβερνητικά επιτεύγματα που ουδείς βλέπει, αλλά και επειδή...το πολυαναμενόμενο μεσοπρόθεσμο σχέδιο ήταν μια έκ­θεση ιδεών, ένας χάρτης κρυμμένου θησαυρού, πολύ μακριά από τον...
διαφημισμένο οδικό χάρτη που είχε υποσχεθεί ο Γιώργος Παπανδρέου.
Οι διαφωνίες από μια σειρά υπουργών (Μπιρμπίλη, Παπουτσή, Κατσέλη, Ξενογιαννακοπούλου κ.ά.) για την ιδιωτικοποίηση δικτύων κοινής ωφέλειας (ΟΤΕ - ΔΕΗ - ΕΥΔΑΠ) σκίασαν τον πανη­γυρικό ρόλο των εξαγγελιών.
Αυτό όμως που διέλυσε τις όποιες ψευδαισθή­σεις ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να ξαναπε­ράσει στη φάση της πολιτικής πρωτοβουλίας και του καθορισμού της πολιτικής ατζέντας ήταν η συνέντευξη του Κώστα Σημίτη στο «Βήμα» και τα όσα περί αναδιάρθρωσης είπε.
Και επειδή δεν είναι τυχαίο όλα αυτά να τα εκστομίζει ένας πρώην πρωθυπουργός και μάλιστα με το κύρος που διαθέτει στην Ευρώπη, η άποψη του έπεσε σαν βόμβα σε μια στιγμή όπου ο «κλοι­ός» της αναγκαστικής αναδιάρθρωσης συνεχώς έσφιγγε γύρω από την κυβέρνηση.
Το Μέγαρο Μαξίμου άρχισε να διαρρέει την έντονη δυσαρέσκειά του, αλλά επισήμως δεν έγι­νε κανένα σχόλιο για τη θέση αυτή, προκειμένου να μην τροφοδοτηθεί μια σύγκρουση με τον πρώην πρωθυπουργό, ενώ είναι δεδομένη η πλήρης ανυ­παρξία σχέσεων μεταξύ Παπανδρέου και Σημίτη. Οι λόγοι που επέβαλαν στον Σημίτη να βγει δημό­σια να καταθέσει την πρόταση για αναδιάρθρωση, όταν ακόμα και ο ίδιος παραδέχεται ότι τέτοιες συζητήσεις δεν μπορούν να γίνονται δημόσια, δεν μπορούν εύκολα να απαντηθούν.
Πολλοί είναι αυτοί που επιχεί­ρησαν να δώσουν απά­ντηση στο ερώτημα τι είναι αυτό που «έσπρωξε» τον πρωθυπουργό σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Και το ερώτημα έγινε ακόμα πιο δραματικό, μετά την αποκάλυψη από το «Έθνος» ότι ο Κ. Σημίτης εί­χε δει στο γραφείο του πριν από μερικές εβδο­μάδες το «πολιτικό» του παιδί, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, συζήτησαν εφ’ όλης της οικονομι­κής ύλης, αλλά καμία νύξη δεν έγινε για την ανά­γκη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους.


Σημίτης «μαινόμενος»
Έτσι, πολλά κυβερνητικά στελέχη αναρωτι­ούνται πώς μπήκε ο πρώην πρωθυπουργός σε μια συζήτηση που εμφανώς στριμώχνει στον τοί­χο την κυβέρνηση. Και σημειώνουν ειδικά ότι το έκανε το Σαββατοκύριακο που η κυβέρνηση επι­χείρησε επανεκκίνηση μέσα στην «πολιορκία» ξένων παραγόντων για αναδιάρθρωση.
Πολλές είναι οι εξηγήσεις που δίνουν στο πα­ρασκήνιο κυβερνητικά στελέχη για την κίνηση αυτή και παραθέτουμε τις σημαντικότερες:
♦ Ήθελε να εγγράψει πολιτική παρακαταθήκη, ότι κατέθεσε εγκαίρως τη μόνη πρόταση που μπορεί να αντιμετωπίσει το δημόσιο χρέος, χω­ρίς να χρεοκοπήσει η χώρα. Άλλωστε ο ίδιος δεν κρύβει ότι είναι ο πρώτος και ο μοναδικός ίσως Έλληνας πολιτικός που ήδη από το 2008 (στη συ­ζήτηση του προϋπολογισμού) είχε προειδοποιή­σει ότι η χώρα οδεύει ολοταχώς στην αγκαλιά το υ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η κίνηση αυτή μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση παλιούς του συνεργάτες, σημερινούς υπουργούς και το κόμ­μα που τον ανέδειξε πρωθυπουργό, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την υστεροφημία του.
♦ Απαντά έμμεσα με την κίνηση αυτή στην κρι­τική που του γίνεται για τη δική του οκταετία και την τότε διόγκωση του δημόσιου χρέους, αλλά και τις οικονομικές αστοχίες του, επισημαίνο­ντας ότι υπάρχουν τρόποι τιθάσευσης του χρέ­ους και ελέγχου του. Έμμεσα, λένε όσοι ξέρουν το παρασκήνιο, απαντά με τον ανάλογο τρόπο στον Θόδωρο Πά­γκαλο που απαξίωσε πλήρως τη δεύτερη τετρα­ετία Σημίτη, οριοθετώντας σ’ εκείνη τη φάση την απαρχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
♦ Επιχειρεί να δείξει τον δρόμο της επανασυσπείρωσης και επανεμφάνισης του εκσυγχρονιστικού μπλοκ του ΠΑΣΟΚ, αφού πολλά στελέχη του βρίσκονται εκτός κυβερνητικής και κομματικής εξου­σίας, ασφυκτιούν και επιχειρούν να διατυπώσουν διαφορετική άποψη. Μάλιστα υπάρχουν στελέχη που συμφωνούν με την αναδιάρθρωση του δημό­σιου χρέους της χώρας και διατύπωσαν αυτή τη θέση πριν από τον Κ. Σημίτη, όπως ο Mίμης Ανδρουλάκης, ο Έκτωρ Νασιώκας και ο Πάρις Κουκουλόπουλος. Η Βάσω Παπανδρέου είναι διαφο­ρετική περίπτωση, αφού οι σχέσεις της με τον κ. Σημίτη έχουν διαρραγεί από τη σύγκρουση του 2007 για την ηγεσία του κόμματος, όταν στήριξε δυναμικά τον Γ. Παπανδρέου, σε αντίθεση με τον Κώστα Σημίτη που κατηύθυνε τον μηχανισμό του προς τον Β. Βενιζέλο.


Το μεγάλο ζήτημα όμως είναι ότι άλλοτε στε­νοί συνεργάτες του Κ. Σημίτη, όπως ο Νίκος Χριστουδουλάκης ή ο Γιάννης Στουρνάρας, διαφω­νούν πλήρως με την ιδέα της αναδιάρθρωσης και βγήκαν απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό, και μάλιστα με σφοδρό αντίλογο. Κανείς δε δεν κα­τάλαβε γιατί ήταν τόσο φουρκισμένος εναντίον του Κ. Σημίτη (που τον έβαλε στο ΠΑΣΟΚ) ο υφυ­πουργός Μεταφορών και Υποδομών Σπύρος Βούγιας, που τον παρομοίασε με Ρωμαίο αυτοκράτο­ρα που είναι στην αρένα και παρακολουθεί τα λι­οντάρια να κατασπαράσσουν τους χριστιανούς.
Ήπια στάση
Επίσημα η κυβέρνηση αντέδρασε αρχικά εξαι­ρετικά ήπια στις δηλώσεις Σημίτη κι αν εξαιρέσει κανείς ένα μάλλον αμήχανο σχόλιο του υπουρ­γού Περιφερειακής Ανάπτυξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, πρωτοκλασάτοι υπουργοί δεν σχολίασαν τίποτα, ενώ και το γραφείο του Γ. Παπανδρέου αρκέστηκε στην έκφραση σφοδρής ενόχλησης για τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού, με τον Παύλο Γερουλάνο να σημειώνει ότι απορεί με την απόφαση του Κ. Σημίτη να εξαντλήσει έτσι το πολιτικό του κεφάλαιο.
Αυτό όμως που επισημαίνουν οι συνεργάτες του πρωθυπουργού, είναι ότι επικοινωνιακά το Mεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα δεν είχε την αντα­πόκριση που περίμεναν και επισημαίνουν ότι δεν ευθύνεται μόνο η πίεση των κερδοσκόπων που ποντάρουν στη χρεοκοπία της χώρας και πυροδό­τησαν τα σενάρια αναδιάρθρωσης και τους Γερ­μανούς που κάνουν πολιτικό παιχνίδι με το μέλλον της ευρωζώνης και της χώρας μας, αλλά και η καταστροφολογία των Μέσων Ενημέρωσης που δεν πρόβαλαν όπως πρέπει τα μέτρα, εμμένοντας ότι ήταν μια έκθεση ιδεών. Μάλιστα επισημαίνουν ότι προβλήθηκαν περισ­σότερο οι ενστάσεις των υπουργών, αλλά και οι βολές των βουλευτών και των μελών στο Πολιτικό Συμβούλιο από το ίδιο το πλαίσιο του Mεσοπρό­θεσμου Προγράμματος.
Παλιά κοινοβουλευτικά στελέχη όμως τονί­ζουν ότι σ’ αυτή τη φάση αυτό που αναδείχτη­κε περίτρανα είναι πως η κυβέρνηση βρίσκεται τραγικά απομονωμένη, σφυροκοπείται ανελέη­τα και δείχνει έλλειψη βούλησης, συγκέντρω­σης, δυναμικής αλλά και κατεύθυνσης. Ακόμα και υπουργοί τονίζουν ότι είναι η πρώτη φορά που βλέπουν τον πρωθυπουργό αποσταθερο­ποιημένο και χωρίς αποθέματα αισιοδοξίας. Η υποδοχή του Mεσοπρόθεσμου Προγράμματος απέδειξε ότι υπάρχουν υπουργοί που όχι απλώς διαφωνούν με προτάσεις του προγράμματος αλ­λά και με την εμμονή στη συγκεκριμένη πορεία, ενώ πιο σφοδρές ενστάσεις διατυπώνουν και βουλευτές και υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη. Τόσο η αναδιάρθρωση όσο και η επαναδιαπραγ­μάτευση του μνημονίου είναι δύο προτάσεις που συγκεντρώνουν την αποδοχή πια πολλών εντός του ΠΑΣΟΚ, και στο σημείο αυτό συναντιούνται με τη Ν.Δ. που έχει επικεντρώσει τη ρητορική της στο δεύτερο σημείο, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμό διατυπώνουν τέ­τοιες προτάσεις. Τα αποθέματα στήριξης στην πολιτική Παπακωνσταντίνου τελειώνουν μέρα με τη μέρα εντός του ΠΑΣΟΚ, τονίζει στο «Π» πρωτοκλασάτος υπουργός, που δεν κρύβει τον προβληματισμό του για την πορεία της κυβέρνη­σης. Με δεδομένα δε τα τραγικά αποτελέσματα του υπουργείου Οικονομικών στη συλλογή εσό­δων, την ύφεση που κλιμακώνεται, την ανεργία που πολλαπλασιάζεται με φρενήρη ρυθμό και τις συνεχείς αστοχίες στις προβλέψεις του μνη­μονίου, η υπομονή κόμματος και Κοινοβουλευ­τικής Ομάδας έχει εξαντληθεί, ενώ η καταστρο­φική εικόνα των δημοσκοπήσεων έχει δημιουρ­γήσει συνθήκες μεγάλης έντασης. Μια ένταση που δεν αναμένεται να εκδηλωθεί στην ψηφο­φορία για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα στα μέσα Ιουνίου. Κι αυτό γιατί ενδεχόμε­νες διαρροές μπορεί να προκαλέσουν *^. πολιτική κρίση και προσφυγή σε εκλογές, ωστόσο μπορεί να τροφο­δοτούν συνεχώς την γκρίνια και τις διαφοροποιήσεις που λειτουργούν αποσυσπειρωτικά και διαβρωτικά σε μια περίοδο που η ενότητα και η κοινή στόχευση εί­ναι το ζητούμενο.
Συνεργάτες του πρωθυπουργού εκτιμούν ότι, αν δεν βρεθεί ένας τρόπος να διασκεδαστούν οι αγωνίες και οι ανησυχίες του πολιτικού προσωπι­κού του ΠΑΣΟΚ για την πορεία αντιμετώπισης της κρίσης, ενδεχομένως να δημιουργηθεί ένα μεγά­λο μπλοκ που θα υψώσει το ανάστημά του απαι­τώντας αλλαγή πλεύσης. Κι αυτό θα είναι εξαιρε­τικά δύσκολο να ανακοπεί.
Ενόχληση
Με γνώμονα την παραπάνω σκέψη, συνεργά­τες του πρωθυπουργού δεν έκρυψαν την ενόχλησή τους από τη διανομή από τον Β. Βενιζέλο με non paper (ανεπίσημο και ανυπόγραφο) κειμέ­νου με όσα είπε στο Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο υπήρχαν απόψεις που δεν ειπώθηκαν στη συνεδρίαση. Η σπουδή Βενιζέλου να κατοχυρώ­σει την κατάθεση εναλλακτικής οικονομικής και πολιτικής φόρμουλας εντός της κυβέρνησης, παρακολουθείται στενά από το γραφείο Παπαν­δρέου. Ο Β. Βενιζέλος δημόσια δεν κάνει πολύ θόρυβο, δεν διατυπώνει διαφορετικές απόψεις από την κυβερνητική γραμμή, αποφεύγει να κρί­νει τις κινήσεις συναδέλφων του, αλλά επιχειρεί συστηματικά να προβάλλει τη διακριτή του θέση εντός του συστήματος εξουσίας.
Και στις κλειστές συσκέψεις, όπου καλείται συχνά, λειτουργεί υποστηρικτικά και συμβου­λευτικά προς τον πρωθυπουργό. Ωστόσο πολλοί στο ΠΑΣΟΚ εκτιμούν ότι τελευταία έμμεσα επι­χειρεί συστηματικά να στείλει μήνυμα ότι «αυτός μπορεί καλύτερα από τον Παπακωνσταντίνου, ενδεχομένως και τον Παπανδρέου».


Ο υπουργός Άμυνας, από την πλευρά του, βλέ­πει με μεγάλη καχυποψία τον έτερο «διακριτό» νομιμόφρονα της κυβέρνησης Ανδρέα Λοβέρδο, γνωρίζοντας ότι και οι δύο μπορεί ανά πάσα στιγ­μή να κληθούν να εκφράσουν ένα διογκούμενο κίνημα βουλευτών και στελεχών.
Σ’ αυτούς του δύο άλλωστε επενδύουν και πολλά μεσαία στελέχη, αφού αποδείχθηκε και στην πράξη ότι σ’ αυτή τη φάση δεν υπάρχει κά­ποιο πρωτοκλασσάτο στέλεχος εκτός κυβέρνη­σης που να μπορεί να βγει πιο μπροστά από τους υπόλοιπους. Όλα αυτά λοιπόν, κινήσεις, υπολο­γισμοί αλλά και εκτιμήσεις, δεν περνούν απαρα­τήρητα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Πολλοί επιμένουν ακόμα και τώρα ότι δεν έχει πει ακό­μα την τελευταία λέξη του.


Ανασχηματισμός ή παραλυτική ισορροπία;


Ο ανασχηματισμός είναι το πρώτο μεγάλο σχέδιο για επα­νεκκίνηση της κυβέρνησης μετά το Πάσχα, αφού όλα τα άλλα επικοινωνιακά «μαντζούνια» δοκιμάστηκαν και απέτυχαν.
Κανείς δεν γνωρίζει αν θα επικεντρώνεται μόνο στο πρόσω­πο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου και στην εκκαθάριση με­ρικών υφυπουργών ή θα θελήσει να δώσει ένα πιο φιλολαϊκό και ΠΑΣΟΚ προφίλ στην κυβέρνηση με απομάκρυνση προσω­πικών του συνεργατών, όπως του εισηγούνται κάποιοι. Η αλή­θεια είναι ότι η απίστευτη κατρακύλα στις δημοσκοπήσεις και η πλήρης αποσυσπείρωση των οπαδών του κόμματος προβλη­ματίζει έντονα τόσο τον ίδιο τον πρωθυπουργό όσο και τους συνεργάτες του. Η ισορροπία μεταξύ της σκληρής μεταρρυθμιστικής ατζέντας χωρίς υπολογισμό πολιτικού κόστους και της φιλολαϊκής ρητορικής που θυμίζει ΠΑΣΟΚ θεωρείται από πολλούς παραλυτική. Ο πρωθυπουργός σ’ αυτή τη φάση μοι­άζει να κρατάει ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο αντίρροπων δυνάμεων, αλλά, όπως επισημαίνουν πολλοί, οι αντοχές του ελαχιστοποιούνται. Το ερώτημα είναι αν επιτέλους θα αποφα­σίσει προς τα πού θέλει να πάει και αν προσαρμόσει και το κυ­βερνητικό σχήμα σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Στο μεταξύ, οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες επιμένουν ότι το κυβερνητικό σχήμα είναι μεγάλο και χαοτικό. Ο πρω­θυπουργός υποτίθεται ότι αποφάσισε τον Σεπτέμβριο να «ξε­χειλώσει» την κυβέρνηση με αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς επειδή η δημόσια διοίκηση είναι σε κακά χάλια και υποτίθεται ότι τα πολιτικά στελέχη θα βοηθούσαν τους υπουργούς στο έργο τους. Η πραγματικότητα είναι ότι από τον ανασχηματισμό και μετά η κυβέρνηση δείχνει ακόμα πιο ασυ­ντόνιστη και άρρυθμη. Ο Γ. Παπανδρέου έχει δοκιμάσει πολλά και διαφορετικά σχήματα και λειτουργίες, με συνεχείς άτυπες συνεδριάσεις διάφορων οργάνων, με εναλλασσόμενες συνθέ­σεις, χωρίς σχετικό αποτέλεσμα. Ο ίδιος πέρασε από μια προ­εδρικού τύπου και αφ’ υψηλού διαχείριση των θεμάτων στη λογιστικού τύπου δουλειά του Κώστα Σημίτη, χωρίς μέχρι τώ­ρα αποτέλεσμα. Το «ασανσέρ» αξιοποίησης συνεργατών του υπουργών συνεχίζεται. Για πόσο ακόμα;